- αλβανόπουλο
- το [Αλβανός]το παιδί που ζει στην Αλβανία ή κατάγεται από την Αλβανία, νεαρός Αλβανός, αρβανιτόπουλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Αλβανός — ο (Μ Ἀλβανὸς) (Ν θηλ. ίδα) ο κάτοικος τής Αλβανίας ή όποιος κατάγεται από εκεί. [ ΠΑΡ. νεοελλ. αλβανίζω, αλβανικός, αλβανόπουλο. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλβανόγλωσσος, αλβανοελληνικός, αλβανομαθής, αλβανόπαις, αλβανόφιλος, αλβανόφωνος] … Dictionary of Greek
αλβανόπαις — ( παιδος), ο το αλβανόπουλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αλβανός + παις] … Dictionary of Greek